Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιερόσυλος -η -ο [ierósilos] Ε5 : α. (για ενέργεια κτλ.) που αποτελεί ιεροσυλία, που προσβάλλει κτ. το ιερό· βέβηλος: Iερόσυλη πράξη, ιεροσυλία ή πράξη ιεροσυλίας. Iερόσυλοι λόγοι. β. (για πρόσ., συνήθ. ως ουσ.) αυτός που κάνει ιεροσυλία, που κλέβει ιερά αντικείμενα ή που βεβηλώνει κτ. το ιερό· βέβηλος.
[λόγ. < αρχ. ἱερόσυλος]