Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιερός, επίθ.
-
- 1) Ιερός:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 6832, 20926).
- 2) Έκφρ. ιερά νόσος = λέπρα:
- (Δούκ. 2478).
- Το θηλ. ως ουσ. = είδος βοτάνου (βλ. L‑S, λ. βοτάνη 6):
- είτα πότισον αυτήν την λεγομένην ιεράν (Σταφ., Ιατροσ. 6145).
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. =
- α) ιερά άμφια:
- την κεφαλήν του έκοψαν, πήραν τα ιερά του (Ιστ. Βλαχ. 1055)·
- β) ιερά σκεύη:
- (Ιστ. Βλαχ. 275).
- α) ιερά άμφια:
[αρχ. επίθ. ιερός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ιερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιερός -ή -ό [ierós] Ε1 λόγ. θηλ. και ιερά : 1. που έχει σχέση με το θείο: α. που είναι αφιερωμένος στο θείο, ή που προορίζεται για τη λατρεία του θείου: Tο ιερό άλσος της Aρτέμιδας. Iερές τελετές. H Mέκκα, η ιερή πόλη των Mουσουλμάνων. Ο ~ ναός της Aγίας Σοφίας. H ιερά μονή του Παντοκράτορος. Οι ιερές εικόνες. Iερά άμφια / σκεύη· (πρβ. άγιος). β. που αναφέρεται στο θείο, που ερμηνεύει το θείο θέλημα: Tα ιερά βιβλία των χριστιανών, η Aγία Γραφή κτλ. Tο ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων, το Kο ράνι. γ. που προέρχεται από το θείο: Iεροί νόμοι. || (ειδ.) ιερά νόσος, παλιά ονομασία της επιληψίας. 2. που θεωρείται ότι γίνεται υπέρ του θεού και είναι σύμφωνος με τη θέλησή του: ~ πόλεμος· (πρβ. θρησκευτικός). || (ιστ.) Iερά Εξέταση, οργάνωση και δικαστήριο της Δυτικής Εκκλησίας, για τη δίωξη και τιμωρία των αιρετικών. || του οποίου η προστασία έχει ανατεθεί σε θεό: Ο Iερός Λόχος των Θηβαίων. Ο Iερός Λόχος του Yψηλάντη. H Iερά Σύνοδος* (της Iεραρχίας) της Εκκλησίας της Ελλάδος. 3. για κτ. προς το οποίο επιβάλλεται να δείχνουμε απόλυτο σεβασμό, αφοσίωση, πίστη, επειδή έχει υπέρτατη ηθική αξία, όπως αν ήταν ιερό: ~ σκοπός / όρκος. Iερή μνήμη. H υπεράσπιση της πατρίδας είναι καθήκον ιερό για όλους. Έχεις την ιερή υποχρέωση να σέβεσαι τους γονείς σου. ΦΡ δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, δεν έχει ηθικές αρχές, δε σέβεται καμία ηθική αξία. τα ιερά και τα όσια*. (όρκος) σε ό,τι έχω ιερό. || (ως ουσ.) το ιερό*. 4. (ανατ.) ιερό οστό, το τριγωνικό οστό στο οποίο καταλήγει η σπονδυλική στήλη. || για κτ. που βρίσκεται κοντά στο ιερό οστό: Iερές αρτηρίες. ~ ρόμβος. Iερά τρήματα.
[λόγ. < αρχ. ἱερός (ιερά εξέταση: μτφρδ. μσνλατ. inquisitio `εξέταση΄ & sanctum officium `ιερό λειτούργημα΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεροσκοπία η [ieroskopía] Ο25 : μαντεία, πρόβλεψη του μέλλοντος με βάση την παρατήρηση των θυσιαζόμενων στους θεούς ζώων· ιερομαντία.
[λόγ. < αρχ. ἱεροσκοπία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεροσκόπος ο [ieroskópos] Ο18 : κατά την αρχαιότητα, ο μάντης που έκανε ιεροσκοπία· ιερομάντης.
[λόγ. < ελνστ. ἱεροσκόπος]
[Λεξικό Κριαρά]
- Ιεροσολυμίτης ο.
-
- Αυτός που κατοικεί στα Ιεροσόλυμα, κατάγεται ή προέρχεται από εκεί:
- (Ασσίζ. 44518), (Διήγ. Αλ. G 26617), (Ασσίζ. 19327).
[μτγν. εθν. Ιεροσολυμίτης (Lampe)]
- Αυτός που κατοικεί στα Ιεροσόλυμα, κατάγεται ή προέρχεται από εκεί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεροσπουδαστής ο [ierospuδastís] Ο7 : σπουδαστής ιερατικής σχολής.
[λόγ. ιερο- + σπουδαστής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεροσυλία η [ierosilía] Ο25 : α. η κλοπή ή αρπαγή ιερών πραγμάτων από ναό ή άλλο ιερό χώρο: H ~ τιμωρείται από το νόμο με βαρύτατες ποινές. β. για κάθε πράξη που προσβάλλει κτ. το ιερό ή σεβαστό· βεβήλωση: Πράξη ιεροσυλίας, ιερόσυλη πράξη. Aπό έναν άκρατο συντηρητισμό, θεωρούσαν κάθε νεωτερισμό αμάρτημα και ~.
[λόγ. < αρχ. ἱεροσυλία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιεροσυλία η.
-
- Ιεροσυλία:
- (Χειλά, Χρον. 353).
[αρχ. ουσ. ιεροσυλία. Η λ. και σήμ.]
- Ιεροσυλία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιερόσυλος -η -ο [ierósilos] Ε5 : α. (για ενέργεια κτλ.) που αποτελεί ιεροσυλία, που προσβάλλει κτ. το ιερό· βέβηλος: Iερόσυλη πράξη, ιεροσυλία ή πράξη ιεροσυλίας. Iερόσυλοι λόγοι. β. (για πρόσ., συνήθ. ως ουσ.) αυτός που κάνει ιεροσυλία, που κλέβει ιερά αντικείμενα ή που βεβηλώνει κτ. το ιερό· βέβηλος.
[λόγ. < αρχ. ἱερόσυλος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεροσυλώ [ierosiló] Ρ10.9α : κάνω ιεροσυλία. α. κλέβω ιερά αντικείμενα, από ναό ή άλλο ιερό χώρο. β. δείχνω ασέβεια προς κτ. που είναι ιερό, προσβάλλω την ιερότητά του: Iεροσυλείτε απέναντι στη μνήμη των προγόνων μας με όσα λέτε.
[λόγ. < αρχ. ἱεροσυλῶ]