Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιερωμένος ο [ieroménos] Ο18 : για πρόσωπο που έχει έναν οποιοδήποτε από τους τρεις βαθμούς της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ιεραρχίας (διακόνου, πρεσβυτέρου, επισκόπου)· κληρικός, παπάς: Σεβάσμιοι ιερωμένοι.
[λόγ. < ελνστ. ἱερωμένος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιερωμένος, μτχ. επίθ.
-
- Άγιος, ιερός:
- πράγμαν αγιασμένον, … τουτέστιν ιερωμένον (Ασσίζ. 40626).
- Το αρσ. ως ουσ. = κληρικός:
- Ιερωμένοι, κοσμικοί, όλοι ανακατωμένοι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1442]).
[μτχ. παθ. παρκ. του αρχ. ιερόω ως επίθ. Η χρ. μτγν. Η λ. και σήμ.]
- Άγιος, ιερός: