Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιεροψάλτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιεροψάλτης ο [ieropsáltis] Ο10 : ψάλτης σε (ορθόδοξη) εκκλησία: Δεξιός ~, δεξιός ψάλτης, πρωτοψάλτης.

[λόγ. < ελνστ. ἱεροψάλτης]

[Λεξικό Κριαρά]
ιεροψάλτης ο.
  • Ψαλμωδός:
    • κατά τον ιεροψάλτην Δαβίδ (Χίκα, Μονωδ. 72).

[μτγν. ουσ. ιεροψάλτης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες