Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιερουργώ [ierurγó] Ρ10.9α : (για ιερείς οποιασδήποτε θρησκείας) τελώ θρησκευτική τελετή· (πρβ. λειτουργώ).
[λόγ. < ελνστ. ἱερουργῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιερουργώ.
-
- Α´ (Αμτβ.) τελώ θρησκευτική τελετή, ιδ. τη θεία λειτουργία:
- ουδέν εντέχεται να ιερουργήσει, ώσπου να σωθεί το αντρόγυνον (Ασσίζ. 11321).
- Β´ (Μτβ.) τιμώ ως ιερέας:
- θέλω ιερουργήσει το όνομα του Θεού (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 186r).
- Η μτχ. ενεστ. ως ουσ. = ιερωμένος:
- οι ιερουργούντες και οι καλόγεροι (Αποκ. Θεοτ. II 222).
[μτγν. ιερουργέω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Αμτβ.) τελώ θρησκευτική τελετή, ιδ. τη θεία λειτουργία: