Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεροτελεστία η [ierotelestía] Ο25 : 1. η τέλεση θρησκευτικής λειτουργίας· ιερουργία, ιεροπραξία. 2. (μτφ.) για συνήθη ή απλή πράξη που γίνεται με κάποια υπερβολική τυπικότητα και επισημότητα: Γι΄ αυτόν, το φαγητό ήταν ολόκληρη ~.
[λόγ. < μσν. ιεροτελεστία < *ιεροτελεστ(ής) -ία < ιερ(ών) -ο- + ελνστ. τελεστής `αυτός που οδηγεί τους μύστες, ιερέας΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιεροτελεστία η.
-
- Θρησκευτική τελετή:
- διά συνήθων ιεροτελεστιών (Δούκ. 13918).
[<ουσ. ιεροτελεστής (5. αι., Lampe) + κατάλ. ‑ία. Η λ. τον 7. αι. (Lampe) και σήμ.]
- Θρησκευτική τελετή: