Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεροσύνη η [ierosíni] Ο30α : α. η ιδιότητα και το αξίωμα του ιερέα, του κληρικού: Οι τρεις βαθμοί της ιεροσύνης: του διακόνου, του πρεσβυτέρου, του επισκόπου. β. ένα από τα μυστήρια της Aνατολικής και Δυτικής Xριστιανικής Εκκλησίας, κατά το οποίο ο χειροτονούμενος ιερέας δέχεται τη χάρη του Aγίου Πνεύματος.
[λόγ. < αρχ. ἱερωσύνη (ορθογρ. κατά το επίθημα -οσύνη)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιεροσύνη η· γεριοσύνη· γεροσύνη.
-
- Το αξίωμα, η ιδιότητα του ιερέα:
- ποία αμαρτήματα εμποδίζουν την ιεροσύνην (Βακτ. αρχιερ. 154).
[αρχ. ουσ. ιερωσύνη. Η λ. και σήμ.]
- Το αξίωμα, η ιδιότητα του ιερέα: