Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιερομόναχος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιερομόναχος ο [ieromónaxos] Ο19 : μοναχός που έχει χειροτονηθεί ιερέας και τελεί ιεροτελεστίες σε μονή· καλογερόπαπας.

[λόγ. < μσν. ιερομόναχος < ιερο- + μοναχ(ός) (ουσ.) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
ιερομόναχος ο· πληθ. ιερομονάχοι.
  • Μοναχός που έχει χειροτονηθεί ιερέας:
    • (Ιστ. πατρ. 11210).

[<επίθ. ιερός + ουσ. μοναχός. Η λ. στο Meursius (οι) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες