Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιερολογία η [ierolojía] Ο25 : η πράξη του ιερολογώ: H ~ ενός θρησκευτικού μυστηρίου.
[λόγ. < ελνστ. ἱερολογία `ομιλία για ιερά πράγματα΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιερολογία η.
-
- Ιερή τελετή:
- (Βακτ. αρχιερ. 142)·
- έκφρ. τελεία ιερολογία = γάμος:
- (Ελλην. νόμ. 51624).
[μτγν. ουσ. ιερολογία. Η λ. και σήμ.]
- Ιερή τελετή: