Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεροκήρυκας ο [ierokírikas] Ο5 : ο λαϊκός (ή κληρικός) που έχει οριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές για να κηρύττει τη διδασκαλία (του χριστιανισμού): Ο ~ ενός ναού / μιας αρχιεπισκοπής.
[λόγ. < μσν. ιεροκήρυξ, αιτ. -υκα (στη νέα σημ.) < αρχ. ἱεροκῆρυξ `κήρυκας σε θυσία΄]