Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεροεξεταστής ο [ieroeksetastís] Ο7 : μέλος του δικαστηρίου της Iεράς Εξέτασης και μτφ. για απάνθρωπο και σκληρό ανακριτή, βασανιστή.
[λόγ. Iερ(ά) -ο- + Εξέτασ(ις) -τής μτφρδ. γαλλ. inquisiteur (δες στο ιερός)]