Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεροδιάκονος ο [ieroδiákonos] Ο19 : (εκκλ.) κληρικός που έχει τον κατώτερο βαθμό στην ορθόδοξη χριστιανική εκκλησία, ο άγαμος διάκονος· (πρβ. διάκος, διάκονος).
[λόγ. < μσν. ιεροδιάκονος < ιερο- + διάκονος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιεροδιάκονος ο.
-
- Διάκονος (συν. άγαμος):
- (Byz. Kleinchron. Α´ 3251)·
- έβαλεν … ιερείς, αρχιερείς, ιερομονάχους, ιεροδιακόνους και ελειτούργησαν (Συναδ. φ. 78r).
[<επίθ. ιερός + ουσ. διάκονος. Η λ. στο Du Cange και σήμ.]
- Διάκονος (συν. άγαμος):