Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιερογλυφικός -ή -ό [ieroγlifikós] Ε1 : 1. Iερογλυφική γραφή, το εικονογραφικό σύστημα γραφής των αρχαίων Aιγυπτίων. Tα ιερογλυφικά (γράμματα), τα ιδεογράμματα των αρχαίων Aιγυπτίων. || καταχρηστικά, για κάθε άλλο εικονογραφικό σύστημα γραφής. 2. (προφ., ειρ.) δυσνόητα γραφικά σημεία ή δυσανάγνωστα γράμματα· (πρβ. ορνιθοσκαλίσματα).
[λόγ. επίθ. < αρχ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. ἱερογλυφικά (ενν. γράμματα)]