Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιερατικός, επίθ.
-
- Που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα:
- (Ωροσκ. 401), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [206]).
- Το ουδ. ως ουσ. = ιερατείο:
- δεν χειροτονείται παρευθύς αρχιερεύς …, μόνον θέλει να διαβεί από τους βαθμούς όλους του ιερατικού (Βακτ. αρχιερ. 185).
[αρχ. επίθ. ιερατικός. Η λ. και σήμ.]
- Που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερέα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιερατικός -ή -ό [ieratikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους ιερείς: Iερατική εξουσία. Iερατικό αξίωμα / σχήμα. Iερατικά άμφια· (πρβ. άγιος). ~ βαθμός, βαθμός ιεροσύνης. Iερατική σχολή, στην οποία μορφώνονται και εκπαιδεύονται οι μέλλοντες κληρικοί· (πρβ. ιεροδιδασκαλείο).
[λόγ. < αρχ. ἱερατικός]