Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεραρχικός -ή -ό [ierarxikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ιεραρχία: Iεραρχική κλίμακα / σειρά / τάξη, που δείχνει μια διαδοχική σειρά σχέσεων εξάρτησης, υποταγής κτλ. Iεραρχικό σύστημα. Iεραρχική οδός, που ακολουθεί την ιεραρχία. Iεραρχική εξάρτηση. Iεραρχικό σύστημα κατάταξης.
ιεραρχικά & (λόγ.) ιεραρχικώς ΕΠIΡΡ ακολουθώντας την ιεραρχία, σύμφωνα με την ιεραρχική τάξη: ~, έπρεπε να αναφερθείτε στον άμεσο προϊστάμενό σας. [λόγ. < μσν. ιεραρχικός < ιεραρ χ(ία) -ικός· λόγ. ιεραρχικ(ός) -ώς]