Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιεραποστολή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιεραποστολή η [ierapostolí] Ο29 : οργανωμένη ομάδα από κληρικούς ή καλόγερους που πηγαίνουν σε μια χώρα για να διδάξουν και να διαδώσουν μια θρησκεία ή ένα θρησκευτικό δόγμα: Στην πραγματικότητα, οι ιεραποστολές άνοιγαν το δρόμο στα αποικιοκρατικά στρατεύματα.

[λόγ. ιερ(ο)- + αποστολή μτφρδ. γαλλ. mission & μσνλατ. missio sacra]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες