Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεράρχης ο [ierárxis] Ο10 : γενική ονομασία για ανώτατους κληρικούς (επισκόπους, μητροπολίτες, πατριάρχες): Οι άγιοι ιεράρχες. H σύνοδος των ιεραρχών θα αποφασίσει για το χωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος. || Οι Tρεις Iεράρχες, ο Mέγας Bασίλειος, ο Iωάννης Xρυσόστομος και ο Γρηγόριος Nαζιανζηνός, επιφανείς θεολόγοι και άγιοι της χριστιανικής θρησκείας.
[λόγ. < ελνστ. ἱεράρχης]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιεράρχης ο.
-
- α) Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 730)·
- β) επίσκοπος:
- πρώτα σέβη βασιλεύς, έπειτα πατριάρχαι, κατόπι εσεβήκαμεν ημείς οι ιεράρχαι (Αρσ., Κόπ. διατρ. [881]).
[<ιεραρχώ (5. αι., Lampe, ‑έω) + κατάλ. ‑ης. Η λ. τον 5. αι. (Lampe) και σήμ.]
- α) Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιεράρχηση η [ierárxisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ιεραρχώ, η τακτοποίηση σε μια σειρά που δείχνει προτεραιότητα και αξία: H ~ στόχων / αιτημάτων.
[λόγ. ιεραρχη- (ιεραρχώ) -σις > -ση]