Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιδρώτα η.
-
- Ιδρώτας:
- εκ την πολλήν ιδρώταν (Αχιλλ. O 298 (και έκδ. Smith· χφ ‑ην)).
[ουσ. ιδρώτας με αλλαγή γένους]
- Ιδρώτας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ίδρωτας ο [íδrotas] Ο5 : (λαϊκότρ.) ιδρώτας.
[μσν. ίδρωτας < ιδρώτας με μετακ. του τόνου αναλ. προς άλλα ον. σε -ας με διαφ. τονισμό ανάμεσα σε εν. και πληθ. (π.χ. εγγόνοι - έγγονας, αγκώνες - άγκωνας)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδρώτας ο [iδrótas] Ο2 : το υγρό που αποβάλλεται από τους πόρους του σώματος ανθρώπου ή ζώου: Σκουπίζω τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου. ΦΡ λούζομαι* στον ιδρώτα. με κόβει / με λούζει κρύος ~, ταράζομαι, φοβάμαι πολύ. || κόπος, μόχθος, κοπιαστική εργασία: Ό,τι απέκτησε το απέκτησε με τον ιδρώτα του. Πλούτισε με τον ιδρώτα των άλλων. (έκφρ.) με τον ιδρώτα του προσώπου μου, με πολύ κόπο, με κοπιαστική προσωπική εργασία. ΦΡ χύνω* ιδρώτα. με ιδρώτα και αίμα, με πολλούς κόπους και μεγάλες θυσίες.
[μσν. ιδρώτας < αρχ. ἱδρώς, αιτ. -ῶτα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ίδρωτας ο,
- βλ. ιδρώς ‑τας.