Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδρώνω [iδróno] Ρ1α μππ. ιδρωμένος : α. (για άνθρ. ή ζώο) εκκρίνω, αποβάλλω από τους πόρους του σώματός μου ιδρώτα: Ίδρωσα από τη ζέστη / από το φόβο μου. Ίδρωσε το άλογο από το τρέξιμο. Mην τρέχεις· θα ιδρώσεις. Mην κάθεσαι στο ρεύμα, γιατί είσαι ιδρωμένος. || ~ στο πρόσωπο / στις μασχάλες. ΦΡ δεν ιδρώνει τ΄ αυτί μου, δε δίνω καμιά σημασία σε ό,τι ακούω (παρατηρήσεις, απειλές κτλ.). || κάνω κπ. να ιδρώσει. β. (μτφ. για πρόσ.) καταβάλλω μεγάλες και εξαντλητικές προσπάθειες, κοπιάζω, κουράζομαι πολύ: Aν δεν ιδρώσεις, δε μαθαίνεις γράμματα. Iδρώσαμε ώσπου να τα καταφέρουμε. (έκφρ.) ~ τη φανέλα* μου. || Mε ίδρωσε με την επιμονή του, αλλά στο τέλος τον έπεισα. γ. για πράγματα, όταν στην επιφάνειά τους σχηματίζονται, από μια εσωτερική ή εξωτερική αιτία, σταγονίδια νερού: Iδρώνει το κανάτι, βγάζει σταγόνες νερού από τους πόρους του. Ίδρωσαν τα τζάμια, καλύφτηκαν από υδρατμούς. || (σπάν.) για φυτά που σκεπάζονται από δρόσο.

[μσν. ιδρώνω < αρχ. ἱδρ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ιδρώνω· ’δρώνω.
  • Α´ Μτβ.
    • 1) Ιδρώνω (με σύστ. αντικ.):
      • ίδρο του ψυχομαχισμού το πρόσωπό μου ’δρώνει (Ερωτόκρ. Α´ 292).
    • 2) Φρ.
      • (1) ιδρώνω μόσκο = μοσκοβολώ:
        • (Πανώρ. Β´ 204
      • (2) ιδρώνω αίμα = στάζω αίμα:
        • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [199]
      • (3) ιδρώνω το αίμα κάπ. = φοβίζω κάπ.:
        • (Στάθ. Γ´ 198).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1) Ιδρώνω:
      • (Πανώρ. Β´ 141).
    • 2) (Μεταφ.) κοπιάζω:
      • ίδρωσα και επαράδειρα έτσι ψηλά να σώσω (Ερωτόκρ. Β´ 155).

[αρχ. ιδρόω. Ο τ. στο Du Cange (δρώνειν). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες