Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδρυτικός -ή -ό [iδritikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ίδρυση ή που γίνεται για να ιδρυθεί κτ.: Iδρυτική συνέλευση / απόφαση / διακήρυξη. ~ νόμος. Iδρυτικό συμβόλαιο. Iδρυτική πράξη. || Tα ιδρυτικά μέλη ενός συλλόγου / μιας εταιρείας κτλ., οι ιδρυτές και μέλη. || (ως ουσ., για έγγραφα κτλ.) το ιδρυτικό.
[λόγ. ιδρυτ(ής) -ικός]