Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιδιόχειρος, επίθ.
-
- Γραμμένος ιδιοχείρως:
- ιδιόχειρον γράμμα (Βακτ. αρχιερ. 186).
[<επίθ. ίδιος + ουσ. χειρ. Η λ. τον 6. αι. και σήμ. λόγ.]
- Γραμμένος ιδιοχείρως:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδιόχειρος -η -ο [iδióxiros] Ε5 : που τον έχει φτιάξει κάποιος με το δικό του χέρι: Iδιόχειρη διαθήκη· (πρβ. αυτόγραφος). Iδιόχειρο σκίτσο.
ιδιοχείρως ΕΠIΡΡ με το ίδιο μου το χέρι: Tου παρέδωσα την επιστολή που μου εμπιστευτήκατε ~. [λόγ. < μσν. ιδιόχειρος < ιδιο- + χειρ- (δες χείρα) -ος· λόγ. ιδιόχειρ(ος) -ως]