Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδιότυπος -η -ο [iδiótipos] Ε5 : που έχει μια ιδιαίτερη μορφή, έναν τύπο διαφορετικό από τους άλλους και μοναδικό· (πρβ. ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος): Έργο ξεχωριστό και ιδιότυπο μέσα σε όλη την ποιητική παραγωγή.
ιδιότυπα ΕΠIΡΡ με τρόπο ιδιότυπο. [λόγ. < ελνστ. ἰδιότυπος]