Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιδιότυπος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιότυπος -η -ο [iδiótipos] Ε5 : που έχει μια ιδιαίτερη μορφή, έναν τύπο διαφορετικό από τους άλλους και μοναδικό· (πρβ. ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος): Έργο ξεχωριστό και ιδιότυπο μέσα σε όλη την ποιητική παραγωγή. ιδιότυπα ΕΠIΡΡ με τρόπο ιδιότυπο.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιότυπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες