Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιδιωτικός, επίθ.
-
- 1)
- α) Που ανήκει σε κάπ.·
- (προκ. για γλώσσα) κοινός, δημώδης:
- μεθερμηνεύτη εις την ημετέραν ιδιωτικήν την των Κυπραίων γλώττα (Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.) 237)·
- (προκ. για γλώσσα) κοινός, δημώδης:
- β) ιδιόκτητος:
- Περί φυλακήν ιδιωτικήν, οπού ποιεί τινάς εδικές του φυλακές (Βακτ. αρχιερ. 183).
- α) Που ανήκει σε κάπ.·
- 2) Ταπεινός:
- ανήρ … την τύχην ιδιωτικός (Βίος Αλ. 6007).
- 3) (Μεταφ.) που έγινε από ιδιώτη, άπειρο:
- Ότι πολλά ’ναι ιδιωτικοί (ενν. οι στίχοι) και κακοσυνθεμένοι (Τζάνε, Κατάν. 85).
[αρχ. επίθ. ιδιωτικός. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδιωτικός -ή -ό [iδiotikós] Ε1 : 1α. που δεν ανήκει στο κοινωνικό σύνολο ή στο κράτος, παρά σε ιδιώτη. ANT δημόσιος, κρατικός, δημοτικός, κοινοτικός: Iδιωτική περιουσία / επιχείρηση / κλινική. Iδιωτικό σχολείο. Iδιωτικό κεφάλαιο. Ο ~ τομέας της οικονομίας, το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων των ιδιωτών. ANT δημόσιος. Iδιωτική πρωτοβουλία. β. που ανήκει σε ιδιώτη και δεν προορίζεται για εξυπηρέτηση του κοινού: ~ κήπος / δρόμος / γκαράζ. Iδιωτικά μέσα μεταφοράς. Iδιωτικό αυτοκίνητο / αεροπλάνο. Aυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης (IX). || για εργαζόμενο σε ιδιωτική επιχείρηση: ~ υπάλληλος / εκπαιδευτικός. ~ αστυνομικός, ντέτεκτιβ. γ. (νομ.) Iδιωτικό δίκαιο, που αφορά τις σχέσεις μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων: Διεθνές Iδιωτικό Δίκαιο. Nομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (NΠIΔ). Σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. 2. που δεν έχει επίσημο χαρακτήρα, που τον κάνει κάποιος όχι με την επίσημη ιδιότητά του αλλά ως ιδιώτης: Iδιωτικό συμφωνητικό, που δε γίνεται ενώπιον επίσημης ή δημόσιας αρχής. 3. για ό,τι αναφέρεται αποκλειστικά σε ορισμένο πρόσωπο και δεν ενδιαφέρει τους άλλους· προσωπικός: Δε σας επιτρέπω να επεμβαίνετε στην ιδιωτική μου ζωή. Πρόκειται για ιδιωτική υπόθεση που δε σας αφορά. || Ο δημόσιος και ο ~ βίος των αρχαίων Ελλήνων.
ιδιωτικά ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. 2. [λόγ. < αρχ. ἰδιωτικός & σημδ. γαλλ. privé, αγγλ. private, γερμ. Ρrivat-]