Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδιωματικός -ή -ό [iδiomatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο γλωσσικό ιδίωμα: Iδιωματικές λέξεις / εκφράσεις. Iδιωματική σύνταξη / προφορά. ~ τύπος λέξης· (πρβ. ιδιωματισμός).
ιδιωματικά ΕΠIΡΡ σε ιδίωμα. [λόγ. < αγγλ. idiomatic < αρχ. ἰδιωματ- (ἰδίωμα) -ic = -ικός (διαφ. το ελνστ. ἰδιωματικός `χαρακτηριστικός΄)]