Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιδιοχείρως, επίρρ.
-
- Ιδιοχείρως:
- Ο δε σινιόρ Μερκούριος τον μονσινιόρ Τζετζίλιον ιδιοχείρως έπιασε (Κορων., Μπούας 27).
[<επίθ. ιδιόχειρος. Η λ. σε σχόλ. και σήμ. λόγ.]
- Ιδιοχείρως: