Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδιοφυής -ής -ές [iδiofiís] Ε10 : α. (για πρόσ.) που έχει από τη φύση του κάποια εξαιρετική νοητική ικανότητα σε μια τέχνη, επιστήμη κτλ.· (πρβ. μεγαλοφυής): ~ καλλιτέχνης / μαθηματικός / πολιτικός. β. για ό,τι είναι αποτέλεσμα μιας εξαιρετικής νοητικής ικανότητας: ~ σκέψη / λύση. Iδιοφυές σχέδιο.
[λόγ. < ελνστ. ἰδιοφυής `που έχει ιδιαίτερο φυσικό΄]