Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδιοσυστασία η [iδiosistasía] Ο25 : (πρβ. ιδιοσυγκρασία). α. (ιατρ.) ο ιδιαίτερος τρόπος και βαθμός αντίδρασης ενός οργανισμού σε εξωτερικά νοσογόνα αίτια: Aσθενική ~. β. (ψυχ.) η ιδιαίτερη ψυχολογική σύσταση και διάθεση ενός ατόμου, που προσδιορίζει το χαρακτήρα και τη διανοητικότητά του: Παρανοϊκή / διεστραμμένη ~.
[λόγ. < ελνστ. ἰδιοσυστασία]