Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδιορρυθμία η [iδioriθmía] Ο25 : η ιδιότητα του ιδιόρρυθμου και ό,τι προσδίδει σε κπ. μια τέτοια ιδιότητα· (πρβ. ιδιομορφία, ιδιοτυπία): H ~ μιας κατάστασης / μιας χώρας. || παραξενιά, ιδιοτροπία: Ως καλλιτέχνης είχε κι αυτός τις ιδιορρυθμίες του.
[λόγ. < ελνστ. ἰδιορρυθμία]