Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδεόγραμμα το [iδeóγrama] Ο49 : γραφικό σημείο, παράσταση, που, μέσα σε ένα σύστημα γραφής, εκφράζει μια ιδέα, έννοια και όχι τους φθόγγους της αντίστοιχης λέξης: Tα αρχαία αιγυπτιακά ιδεογράμματα, ιερογλυφικά. Kινέζικα ιδεογράμματα.
[λόγ. < γαλλ. idéogramme < idéo- = ιδεο- + -gramme < αρχ. γράμμα]