Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδεαλιστής ο [iδealistís] Ο7 θηλ. ιδεαλίστρια [iδealístria] Ο27 : 1. (φιλοσ.) οπαδός ιδεαλιστικής άποψης. ANT ρεαλιστής, υλιστής. || (ως επίθ.): Iδεαλιστές φιλόσοφοι / στοχαστές / ιστορικοί. 2. αυτός που έχει την τάση να εξιδανικεύει την πραγματικότητα, που επιδιώκει το ιδεώδες και ανέφικτο· (πρβ. ουτο πιστής, αιθεροβάμων). ANT ρεαλιστής, πραγματιστής.
[λόγ. < γαλλ. idéaliste, γερμ. Idealist < λατ. ideal(is) (δες στο ιδανικό) -iste, -ist = -ιστής· λόγ. ιδεαλι σ(τής) -τρια]