Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδανικός -ή -ό [iδanikós] Ε1 : 1α. για κτ. που υπάρχει μόνο ως ιδέα, που το αντιλαμβανόμαστε μόνο με το νου και όχι με τις αισθήσεις· ιδεατός: H ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα. β. σε αντίθεση προς το αισθησιακός, σαρκικός· (πρβ. πλατωνικός): ~ έρωτας. Iδανική αγάπη. γ. που βρίσκεται στο ανώτατο επίπεδο τελειότητας· ιδεώδης, τέλειος: ~ τύπος ανθρώπου. ~ χαρακτήρας. Iδανική ομορφιά. Iδανικές συνθήκες. ~ συνδυασμός χρωμάτων. || (ως ουσ.) το ιδανικό*. 2. (ειδ., φυσ.) ιδανικά αέρια, που ακολουθούν επακριβώς ορισμένους φυσικούς νόμους· τέλεια αέρια. || (ιατρ.) ιδανικοί δίδυμοι*.
ιδανικά & (λόγ.) ιδανικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [λόγ. < ελνστ. ἰδανικός `που υπάρχει στην ιδέα ή σαν ιδέα΄ & σημδ. γαλλ. idéal (δες στο ιδανικό)· λόγ. ιδανικ(ός) -ώς]