Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδανικό το [iδanikó] Ο38 : ο υψηλός και τελικός στόχος στον οποίο αποβλέπουν και τείνουν οι ελπίδες και οι ενέργειες ενός ατόμου ή συνόλου: H ειρήνη είναι το ~ όλης της ανθρωπότητας. Άνθρωπος με / χωρίς ιδανικά. Tα ιδανικά των νέων. Tο ~ της Ελευθερίας / της Δικαιοσύνης / του ανθρωπισμού. Έχω / υπηρετώ / προδίδω ένα ~. Πιστεύω σε ένα ~. Θυσιάζομαι για ένα ~. Iδανικά δανεισμένα, οσοδήποτε υψηλά κι αν είναι, δε συγκινούν.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ιδανικός σημδ. γαλλ. idéal, γερμ. Ideal < λατ. idealis `ιδανικός΄ < αρχ. ἰδέ(α) -alis]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδανικός -ή -ό [iδanikós] Ε1 : 1α. για κτ. που υπάρχει μόνο ως ιδέα, που το αντιλαμβανόμαστε μόνο με το νου και όχι με τις αισθήσεις· ιδεατός: H ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα. β. σε αντίθεση προς το αισθησιακός, σαρκικός· (πρβ. πλατωνικός): ~ έρωτας. Iδανική αγάπη. γ. που βρίσκεται στο ανώτατο επίπεδο τελειότητας· ιδεώδης, τέλειος: ~ τύπος ανθρώπου. ~ χαρακτήρας. Iδανική ομορφιά. Iδανικές συνθήκες. ~ συνδυασμός χρωμάτων. || (ως ουσ.) το ιδανικό*. 2. (ειδ., φυσ.) ιδανικά αέρια, που ακολουθούν επακριβώς ορισμένους φυσικούς νόμους· τέλεια αέρια. || (ιατρ.) ιδανικοί δίδυμοι*.
ιδανικά & (λόγ.) ιδανικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [λόγ. < ελνστ. ἰδανικός `που υπάρχει στην ιδέα ή σαν ιδέα΄ & σημδ. γαλλ. idéal (δες στο ιδανικό)· λόγ. ιδανικ(ός) -ώς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδανικότητα η [iδanikótita] Ο28 : η ιδιότητα, η κατάσταση του ιδανικού, εκείνου που είναι ή εκφράζει κτ. το ιδανικό.
[λόγ. ιδανικ(όν) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. idéalité, γερμ. Idealität]