Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδίως [iδíos] επίρρ. τροπ. : περισσότερο, προπάντων· (πρβ. ιδιαίτερα): Φταίνε όλοι, ~ όμως εσύ. Nα ακούς τους μεγαλυτέρους και ~ τους γονείς σου. Θα τον μισήσεις, ~ αν μάθεις τι λέει για σένα.
[λόγ. < αρχ. ἰδίως]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιδίως, επίρρ.
-
- 1) Ξεχωριστά, ιδιαιτέρως:
- άνδρες μεν ιδίως, αι δε γυναίκες άπωθεν (Διγ. Z 3625).
- 2) Κατεξοχήν, ιδίως:
- (Σφρ., Χρον. 3222).
- 3) Προσωπικώς:
- όρισέ μοι και έγραψα ιδίως (Σφρ., Χρον. 324).
[αρχ. επίρρ. ιδίως. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ξεχωριστά, ιδιαιτέρως:
[Λεξικό Κριαρά]
- ιδίωσις η.
-
- Οικειοποίηση:
- αθετήσας την ιδίαν έννομον υπογραφήν εξ ιδιώσεως τινός ή φιλοπροσωπίας (Ιστ. πατρ. 1844 (έκδ. εξαδιώσεως)).
[αρχ. ουσ. ιδίωσις]
- Οικειοποίηση: