Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιβηρικός, επίθ.
-
- Που προέρχεται από την Ιβηρία (βλ. Ίβηρες) ή σχετίζεται μ’ αυτήν:
- μαύρον καπάσιν ιβηρικόν (Παράφρ. Χων. 328).
[<εθν. Ίβηρ + κατάλ. ‑ικός. Η λ. και σήμ.]
- Που προέρχεται από την Ιβηρία (βλ. Ίβηρες) ή σχετίζεται μ’ αυτήν:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιβηρικός -ή -ό [ivirikós] Ε1 : 1. σε γεωγραφικούς όρους: Iβηρική χερσόνησος, χερσόνησος στο νοτιοδυτικό άκρο της Ευρώπης. Iβηρική θάλασσα. 2. που ανήκει ή αναφέρεται στην Iβηρία ή στους Ίβηρες: Iβηρική γλώσσα / τέχνη.
[λόγ. < ελνστ. Ἰβηρικός (< αρχ. Ἰβηρία ειδικά για την ανατολική Iσπανία)]