Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιατροδικαστικός -ή -ό [iatroδikastikós] Ε1 : που αναφέρεται στην προσπάθεια που γίνεται από ιατροδικαστή, για να εξακριβωθούν οι συνθήκες και τα αίτια ενός τραυματισμού, θανάτου κτλ. από ιατρική άποψη: Iατροδικαστική εξέταση / έκθεση / έρευνα. || Iατροδικαστική Yπηρεσία. || (ως ουσ.) η ιατροδικαστική, η επιστήμη, η ειδικότητα του ιατροδικαστή: Εγχειρίδιο ιατροδικαστικής.
[λόγ. ιατροδικαστ(ής) -ικός μτφρδ. γαλλ. médico-légal ή γερμ. gerichtsärtztlich]