Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιαπωνικός -ή -ό [iaponikós] Ε1 : που ανήκει στους Iάπωνες ή στην Iαπωνία ή που προέρχεται από αυτήν· (πρβ. γιαπωνέζικος): H ιαπωνική κυβέρνηση. ~ στόλος. Iαπωνικά προϊόντα. Iαπωνική βιομηχανία / τεχνολογία. Iαπωνική πάλη. Iαπωνική γλώσσα. || (ως ουσ.) η ιαπωνική, τα ιαπωνικά, η ιαπωνική γλώσσα· τα γιαπωνέζικα.
[λόγ. Iάπων `Γιαπωνέζος΄ (< γαλλ. Japonais, ορθογρ. δαν.) -ικός]