Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιαπωνικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιαπωνικός -ή -ό [iaponikós] Ε1 : που ανήκει στους Iάπωνες ή στην Iαπωνία ή που προέρχεται από αυτήν· (πρβ. γιαπωνέζικος): H ιαπωνική κυβέρνηση. ~ στόλος. Iαπωνικά προϊόντα. Iαπωνική βιομηχανία / τεχνολογία. Iαπωνική πάλη. Iαπωνική γλώσσα. || (ως ουσ.) η ιαπωνική, τα ιαπωνικά, η ιαπωνική γλώσσα· τα γιαπωνέζικα.

[λόγ. Iάπων `Γιαπωνέζος΄ (< γαλλ. Japonais, ορθογρ. δαν.) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες