Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιαμβικός -ή -ό [iamvikós] Ε1 : (μετρ.) που έχει σχέση με τον ίαμβο ή που αποτελείται από ιάμβους: ~ ρυθμός. Iαμβικό μέτρο. ~ στίχος, ίαμβος. Δεκαπεντασύλλαβος ~ στίχος, πολιτικός. Οι ιαμβικοί στίχοι τονίζονται σε όλες τις ζυγές συλλαβές ή σε μερικές από αυτές. || Aρχαία ελληνική ιαμβική ποίηση, είδος λυρικής ποίησης.
[λόγ. < ελνστ. ἰαμβικός (ως μετρικός ρυθμός), αρχ. σημ.: `χλευαστικός΄]