Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιαματικός, επίθ.
-
- Που έχει τη δύναμη να θεραπεύει· θαυματουργός:
- το νερόν το ιαματικόν (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 437)·
- λείψανον … ιαματικόν (Ιερόθ. Αββ. 334).
[μτγν. επίθ. ιαματικός. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει τη δύναμη να θεραπεύει· θαυματουργός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιαματικός -ή -ό [iamatikós] Ε1 : (συνήθ. για φυσικά ύδατα) που θεραπεύει, γιατρεύει: Οι ιαματικές ιδιότητες μιας πηγής. Iαματικές πηγές. Iαματικά ύδατα / νερά. || Iαματικά λουτρά.
[λόγ. < ελνστ. ἰαματικός]