Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιάσιμος -η -ο [iásimos] Ε5 : (λόγ., ιατρ.) που μπορούμε να τον θεραπεύσουμε· θεραπεύσιμος. ANT ανίατος: Iάσιμο τραύμα. Iάσιμη ασθένεια.
[λόγ. < αρχ. ἰάσιμος]