Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θώρακος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θώρακος η.
  • Θώρακας πανοπλίας:
    • Θώρακον ίσχει σιδηράν (Φυσιολ. 37127).

[αρχ. ουσ. θώραξ με αλλαγή γένους και αναλογ. με ουσ. σε ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες