Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- θώρακος η.
-
- Θώρακας πανοπλίας:
- Θώρακον ίσχει σιδηράν (Φυσιολ. 37127).
[αρχ. ουσ. θώραξ με αλλαγή γένους και αναλογ. με ουσ. σε ‑ος]
- Θώρακας πανοπλίας:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ουσ. θώραξ με αλλαγή γένους και αναλογ. με ουσ. σε ‑ος]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |