Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θώκος ο [θókos] Ο18 : 1. (επίσ.) ειδικό κάθισμα σε περίοπτη θέση, το οποίο προορίζεται για ανώτατο αξιωματούχο. 2. το αντίστοιχο αξίωμα: Yπουργικός / πρωθυπουργικός ~.
[λόγ. < αρχ. (ιωνική διάλ.) θῶκος]
[Λεξικό Κριαρά]
- θώκος ο.
-
- Κάθισμα:
- (Διγ. Gr. 2108).
[αρχ. ουσ. θώκος. Τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Κάθισμα: