Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θύτης ο [θítis] Ο10 : 1. ο ιερέας ο οποίος τελούσε τη θυσία· θυσιαστής. 2. (μτφ.) αυτός που διέπραξε μια βίαιη ή εγκληματική ενέργεια εναντίον κάποιου: Bάζεις στην ίδια μοίρα τους θύτες και τα θύματα;
[λόγ. < ελνστ. θύτης]
[Λεξικό Κριαρά]
- θύτης ο.
-
- Ιερέας:
- Θύτα Χριστού (Διγ. O Πρόλ. 1).
[μτγν. ουσ. θύτης. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Ιερέας: