Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θύρα η [θíra] Ο25 : 1. (λόγ., λαϊκότρ.) η πόρτα. ΦΡ κεκλεισμένων των θυρών, για μυστική συνεδρίαση, κυρίως δικαστηρίου, στην οποία δεν επιτρέπεται η είσοδος ακροατηρίου. επί θύραις, για κίνδυνο που πλησιάζει απειλητικά. παραβιάζω ανοιχτές θύρες, προσπαθώ να αποδείξω κτ. αυτονόητο ή κτ. ήδη γνωστό. 2. σε γήπεδο, στάδιο κτλ. καθεμιά από τις πύλες εισόδου και εξόδου των θεατών: Θα συναντηθούμε έξω από τη ~ 7. || οι θεατές που κάθονται στο τμήμα του σταδίου ή του γηπέδου το οποίο αντιστοιχεί σε ορισμένη θύρα: Aυτός είναι ~ 7.
[λόγ. < αρχ. θύρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- θύρα η.
-
- 1)
- α) Πόρτα:
- (Εκατόλ. Μ 36)·
- β) (μεταφ., ως χαρακτηρισμός της Παναγίας):
- Μαρία …, θύρα του παραδείσου (Σκλέντζα, Ποιήμ. 765).
- α) Πόρτα:
- 2)
- α) Είσοδος:
- (Φυσιολ. 35911)·
- β) συνοριακή περιοχή:
- κειμένους εν … θύρᾳ της Συρίας (Βίος Αλ. 1559).
- α) Είσοδος:
[αρχ. ουσ. θύρα. Η λ. (και σήμ. λόγ.) και διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θύραθεν [θíraθen] επίρρ. : στις λόγιες εκφράσεις ~ παιδεία / φιλοσοφία, η κλασική, σε αντίθεση με την εκκλησιαστική.
[λόγ. < μσν. θύραθεν `οι μη χριστιανοί΄ < αρχ. επίρρ. θύραθεν `από έξω από την πόρτα΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- Θύραιος ο.
-
- Ο κάτοικος των Θυραίων της Μικράς Ασίας:
- (Δούκ. 1051).
[<τοπων. Θύραια τα + κατάλ. ‑αιος]
- Ο κάτοικος των Θυραίων της Μικράς Ασίας:
[Λεξικό Κριαρά]
- θυρανοίξια τα.
-
- Εγκαίνια (ναού):
- εποίησεν (ενν. ο βασιλεύς) τα θυρανοίξια του ναού (Hagia Sophia ω 53511).
[<ουσ. θύρα + ανοίξια τα (8.-9. αι., LBG). Πβ. και θυρεπανοίξια (Du Cange)]
- Εγκαίνια (ναού):