Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θύμος ο [θímos] Ο18 : (ανατ.) ο ~ αδένας, ενδοκρινής αδένας ο οποίος βρίσκεται πίσω από το στέρνο, υπάρχει κατά τη βρεφική ηλικία και με την πάροδο του χρόνου ατροφεί προοδευτικά.
[λόγ. < ελνστ. θύμος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυμός ο [θimós] Ο17 : έντονη δυσαρέσκεια η οποία εκδηλώνεται με εξίσου έντονο τρόπο: Kρίση / έκρηξη θυμού. Έγινε κόκκινος / χλώμιασε από το θυμό του. Συγκρατώ το θυμό μου. Πάνω στο θυμό του δεν ξέρει τι κάνει.
[αρχ. θυμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- θυμός ο.
-
- 1)
- α) Οργή, θυμός:
- (Ερωφ. Δ´ 276)·
- φρ.
- (1) ανεβάζω θυμόν = θυμώνω:
- (Λόγ. παρηγ. O 708)·
- (2) ανεβαίνω εις θυμόν = θυμώνω:
- (Λόγ. παρηγ. L 698)·
- (1) ανεβάζω θυμόν = θυμώνω:
- β) (ως σύστ. αντικ.):
- (Λίβ. N 1005)·
- γ) πολεμικό μένος, μανία:
- πελεκυφόρους … αρεϊκῴ θυμῴ ζέοντας (Δούκ. 22725)·
- δ) (μεταφ.) θαλασσοταραχή:
- η θάλασσα, όταν θυμόν … πιάνει (Αχέλ. 625)·
- έκφρ. θυμός της θάλασσας = θαλασσοταραχή:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 30022).
- α) Οργή, θυμός:
- 2) Καταστροφή:
- εστράφην (ενν. η γυναίκα του Λωτ) κι είδεν τον θυμόν (Χούμνου, Κοσμογ. 1140).
- 3)
- α) Διάθεση:
- (Λίβ. Esc. 301)·
- έκφρ. από θυμού = πρόθυμα:
- (Λίβ. Esc. 1322)·
- β) επιθυμία, πόθος:
- (Διγ. Άνδρ. 3969)·
- γ) το θυμικό μέρος, το θυμοειδές:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 33r).
- α) Διάθεση:
- 4) Δηλητήριο:
- θυμός των οφιών (Πεντ. Δευτ. XXXII 33).
[αρχ. ουσ. θυμός. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυμοσοφία η [θimosofía] Ο25 : η ιδιότητα του θυμόσοφου.
[λόγ. θυμόσοφ(ος) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θυμόσοφος -η -ο [θimósofos] Ε5 : που έχει την έμφυτη τάση να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της καθημερινής ζωής με φιλοσοφική διάθεση, δηλαδή με ψυχική ηρεμία και ψυχραιμία.
[λόγ. < αρχ. θυμόσοφος `που έχει φυσική εξυπνάδα΄]