Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θύμηση η [θímisi] Ο32 : (συνήθ. συναισθ.) α. η μνήμη: Έρχεται συχνά στη θύμησή μου, το θυμάμαι συχνά. β. η ανάμνηση: Mια γλυκιά ~.
[μσν. θύμηση < θύμη(σις) -ση < αρχ. ἐνθύμησις `σκέψη, ιδέα΄, με αφομ. [nθ > θθ], απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] και αποβ. του αρχικού άτ. φων.]