Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θόλωμα το [θóloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θολώνω: 1. Tο ~ του νερού / του κρασιού. Tο ~ της εικόνας στην τηλεόραση. 2. (μτφ.): Tο ~ του νου / του μυαλού.
[μσν. θόλωμα < θολώ(νω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- θόλωμα(ν) το.
-
- Αλλοίωση του χρώματος, θάμπωμα:
- όταν ίδεις θόλωμαν στο δακτυλίδιν … (Φλώρ. 501 κριτ. υπ).
[<θολώνω + κατάλ. ‑μα(ν). Η λ. (‑α) το 12. αι. (Steph.), στο Somav. και σήμ.]
- Αλλοίωση του χρώματος, θάμπωμα: