Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θωριά η [θorjá] Ο24 : (λογοτ., λαϊκότρ.) εξωτερική εμφάνιση, όψη, μορφή, παρουσιαστικό.
[μσν. θωριά (στη νέα σημ.) < θεωριά < αρχ. θεωρία `θέα, θέαμα΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- θωρία, θωριά η,
- βλ. θεωρία.
[Λεξικό Κριαρά]
- θωριακός, επίθ.
-
- Που έχει ωραία εξωτερική εμφάνιση:
- έμνοστος ήτον, θωριακός (Θησ. Γ´ [508]).
[<ουσ. θωριά + κατάλ. ‑ιακός. Η λ. στο Du Cange (θο‑, λ. θωρείν) και σήμ. ιδιωμ.]
- Που έχει ωραία εξωτερική εμφάνιση: