Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θωρακικός -ή -ό [θorakikós] Ε1 : που βρίσκεται στο θώρακα1 ή γενικά έχει σχέση με αυτόν: Θωρακικοί σπόνδυλοι / μύες. Θωρακική αορτή. Θωρακικές αρτηρίες. Θωρακικά νεύρα. Θωρακική χώρα, ο θώρακας.
[λόγ. θωρακ- (θώραξ) -ικος (διαφ. το ελνστ. θωρακικός `που υποφέρει στο θώρακα΄)]