Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θωράκιο το [θorákio] Ο40 : χαμηλό, μαρμάρινο συνήθ. διάφραγμα που έκλεινε το κενό μεσοδιάστημα μεταξύ των κιόνων στα μαρμάρινα τέμπλα των παλαιοχριστιανικών κυρίως ναών.
[λόγ. < ελνστ. θωράκιον `παραπέτο΄]