Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θωπευτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θωπευτικός -ή -ό [θopeftikós] Ε1 : (λόγ.) 1. χαϊδευτικός. 2. (μτφ.) κολακευτικός: Θωπευτικά λόγια.

[λόγ. < αρχ. θωπευτικός `πρόθυμος για κολακείες΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες